rep$69198$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rep$69198$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
REP; REP (disambiguation); Rep (disambiguation)

rep      
n. μαλλομέταξο ύφασμα
permanent representative         
HEAD OF A DIPLOMATIC MISSION TO AN INTERNATIONAL ORGANISATION
Permanent Delegate; Permanent Representatives; Permanent Representative; Perm rep; Permanent delegate
μόνιμος αντιπρόσωπος
manufacturing process         
  • The assembly plant of the Bell Aircraft Corporation in 1944
  • FRG]] and in the US
  • A [[Roberts Loom]] in a weaving shed in 1835
  • Stocking frame at [[Ruddington]] Framework Knitters' Museum
  • BP]]
  • A late [[Bronze Age sword]] or dagger blade
INDUSTRIAL ACTIVITY PRODUCING GOODS FOR SALE USING LABOR AND MACHINES
Manufacturer; Manufacturing industry; Manufacture; Light manufacturing; Manufactured; Manufacturers; Manufactures; Manufacturing (overview); Industrial manufacture; Manufacturers' representative; Manufacturers rep; Manufacturing industries; Manufacturing intelligence system; Industrials; Manufacturers Representative; Manufacturing companies; Manufacturing process; Manufacturing company; Industrial base; Car parts manufacturing; History of manufacturing; Industrial activity; Manufacturing processes; Manufactured items; List of countries by manufacturing output; Industry (manufacturing); Countries by manufacturing output
βιομηχανική διαδικασία

Ορισμός

Rep
·noun A fabric made of silk or wool, or of silk and wool, and having a transversely corded or ribbed surface.
II. Rep ·adj Formed with a surface closely corded, or ribbed transversely;
- applied to textile fabrics of silk or wool; as, rep silk.

Βικιπαίδεια

Rep

Rep, REP, or a variant may refer to: